γλυκάδι(ον)

γλυκάδι(ον)
τό
1) сладость; 2) виноградный уксус; 3) πλ. железы (животных, употребляемые для готоёки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γλυκάδι(ον)" в других словарях:

  • γλυκάδι — το (Α γλυκάδιον, Μ γλυκάδιν) 1. γλύκισμα 2. (κατ ευφημισμό) το ξίδι νεοελλ. πληθ. τα γλυκάδια 1. αδένες τού σφαχτού, κυρίως του λαιμού και τού παγκρέατος 2. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς, με επίθημα πιθ. υποκοριστικό] …   Dictionary of Greek

  • γλυκάδι — το 1. το ξίδι. 2. στον πληθ., γλυκάδια οι εσωτερικοί αδένες των ζώων που αποτελούν εξαιρετικό έδεσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδι — παραγωγ. κατάλ. ουδ. ουσ. που προήλθε από την αρχαία μτγν. και μσν. υποκορ. κατάλ. άδιον από ουσ. σε άς, άδος + αρχ. υποκορ. κατάλ. ιον: λιβάς λιβάδ ος λιβάδ ιον. Στη Νέα Ελληνική η κατάληξη αυτή έχασε την υποκοριστική της σημασία: λιβάδιον… …   Dictionary of Greek

  • αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …   Dictionary of Greek

  • αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …   Dictionary of Greek

  • γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… …   Dictionary of Greek

  • θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»